- κερκιδοποιική
- κερκιδοποιϊκή , κερκιδοποιικήthe art of the shuttle-makerfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερκιδοποιική — κερκιδοποιϊκή, ἡ (Α) [κερκιδοποιός] η τέχνη να κατασκευάζει κάποιος κερκίδες, σαΐτες υφαντικής («ἡ κερκιδοποιικὴ ὑπηρετικὴ τῇ ὑφαντικῇ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek